αλώνητος

αλώνητος
ἁλώνητος, -ον (Α)
1. αυτός που αγοράστηκε για λίγο αλάτι, ευτελής, φτηνός
2. φρ. «ἁλώνητα δουλάρια», φτηνοί δούλοι από τη Θράκη που πουλιούνταν πολύ φτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + ὠνητός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἁλώνητος — bought with salt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλώνητον — ἁλώνητος bought with salt masc/fem acc sg ἁλώνητος bought with salt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνήτων — ἁλώνητος bought with salt masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλώνητα — ἁλώνητος bought with salt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλώνητοι — ἁλώνητος bought with salt masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”